-
1 дорожка
1. (на носителе записи) το ίχνος, ο δρόμος 2. (подшипника, беговая) о σφαιρόδρομοςη στεφάνη ολίσθησης των σφαιρών3. (диэлектриче-ская) το διηλεκτρικό πατάκι/διάδρομος 4. (за-кромочная) τα ίχνη του πλοίου, τα απόνερα, η ολκός, ο ομόρρους 5. (рулёжная) о διάδρομος της τροχοδρόμησης 6. (узкая дорожка, тропинка) το δρομάκι 7. (половик) о διάδρομος, το χαλί/ο τάπητας διαδρόμων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорожка
-
2 кильватер
ο ομόρρους, ο απόρρους, η αύλαξ, η αύλακα, τα απόνερα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кильватер
-
3 след
το ίχνος, το αποτύπωμα- колёс - των τροχών, η τροχιάспут-ный - (спутная струя) η ολκός, η αυλακιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > след
-
4 струя
η ροή, το ρεύμαкильватерная - мор. η ολκόςрежущая - (св.) о πίδακας νερού υψηλής πίεσης/κοπήςспутная - мор. η ολκός, η αυλακιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > струя
-
5 кильватер
кильватерм мор. τά νερά τοῦ πλοίου, τ'ἀπόνερα πλοίου, τό αὐλάκι.
См. также в других словарях:
απόνερα — απόνερα, τα και απονέρια, τα τα νερά που χρησιμοποιήθηκαν και ρυπάνθηκαν ή το αυλάκι που σχηματίζεται στην πρύμη ενός πλοίου που ταξιδεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόνερα — τα 1. βιομηχανικά απόβλητα 2. ναυτ. κυματισμός που δημιουργείται από την αύλακα την οποία αφήνει το πλοίο καθώς διασχίζει τη θάλασσα, τα «νερά του καραβιού» … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή … Dictionary of Greek
ιοντοανταλλάκτες — Στερεές φυσικές ή συνθετικές ουσίες, ουσιαστικά αδιάλυτες, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός οξέος (ανταλλάκτες κατιόντων) ή μιας βάσης (ανταλλάκτες ανιόντων) και χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή ιόντων από διαλύματα ηλεκτρολυτών. Οι ι. μπορεί… … Dictionary of Greek